- λογικωτέρᾳ
- λογικωτέρᾱͅ , λογικόςoffem dat comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογικωτέρα — λογικωτέρᾱ , λογικός of fem nom/voc/acc comp dual λογικωτέρᾱ , λογικός of fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογικώτερα — λογικός of neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογικωτέρας — λογικωτέρᾱς , λογικός of fem acc comp pl λογικωτέρᾱς , λογικός of fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογικωτέραν — λογικωτέρᾱν , λογικός of fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογικωτέραις — λογικός of fem dat comp pl λογικωτέρᾱͅς , λογικός of fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)